σιφόν(ι)

σιφόν(ι)
τό
1) сифон; 2) см. σίφουνας

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "σιφόν(ι)" в других словарях:

  • Stele (Botanik) — Als Stele (griech. στήλη „Säule“) wird in der Botanik die Gesamtheit des primären Leitgewebes bezeichnet. Es können (nach Strasburger, 35. Aufl.) acht Stelentypen unterschieden werden. Stelentypen Stelentypen Protostele: Die Gesamtheit der… …   Deutsch Wikipedia

  • σιφόνι — και σιφόν και σιφούνι, το, και σίφωνας και λόγιος τ. σίφων, ο, Ν 1. τεχνολ. α) διάταξη υδραυλικών εγκαταστάσεων, η οποία αποτελείται από κεκαμμένο σωλήνα σε σχήμα κεκλιμένου λατινικού S, τού οποίου το χαμηλότερο και κυρτό τμήμα είναι μόνιμα… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»