σιφόν(ι)
Смотреть что такое "σιφόν(ι)" в других словарях:
Stele (Botanik) — Als Stele (griech. στήλη „Säule“) wird in der Botanik die Gesamtheit des primären Leitgewebes bezeichnet. Es können (nach Strasburger, 35. Aufl.) acht Stelentypen unterschieden werden. Stelentypen Stelentypen Protostele: Die Gesamtheit der… … Deutsch Wikipedia
σιφόνι — και σιφόν και σιφούνι, το, και σίφωνας και λόγιος τ. σίφων, ο, Ν 1. τεχνολ. α) διάταξη υδραυλικών εγκαταστάσεων, η οποία αποτελείται από κεκαμμένο σωλήνα σε σχήμα κεκλιμένου λατινικού S, τού οποίου το χαμηλότερο και κυρτό τμήμα είναι μόνιμα… … Dictionary of Greek